- θερμαγωγός
- Για σώματα, o καλός αγωγός της θερμότητας, αυτός που επιτρέπει στη θερμότητα να περάσει εύκολα από τη μάζα του (για παράδειγμα τα μέταλλα είναι θ. σώματα). Στις κεντρικές θερμάνσεις θ. δίκτυο λέγεται το δίκτυο σωλήνων με το οποίο διανέμεται η θερμότητα στους θερμαινόμενους χώρους.
* * *-ή -όο καλός αγωγός τής θερμότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. calorifere). Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.